κέκασμαι

κέκασμαι
κέκασμαι (Α)
παρακμ. τού καίνυμαι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέ-κασ-μαι, με αναδιπλασιασμό κε-, θ. καδ-, πρβλ. δωρ. τ. κέ-καδμαι (το σύμπλεγμα -σμ- < -δμ-, πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kad- «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. śāśaduh, μτχ. šāśadāna- «εξέχω, διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -κασ- < ΙΕ ρίζα *kas- «υποδεικνύω, καθοδηγώ» και συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ - νομίζω», αρχ. ινδ. śamsayati, ενώ φαίνεται πιθανή και η σύνδεση με τα κύρια ον. Κάστωρ, Καστιάνειρα και Κασσάνδρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέκασμαι — καίνυμαι overcome perf ind mp 1st sg (epic doric) καίνυμαι overcome perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • κέκαδμαι — (Α) δωρ. παρακμ. τού καίνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέκασμαι] …   Dictionary of Greek

  • καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… …   Dictionary of Greek

  • k̂ad-2 —     k̂ad 2     English meaning: to shine, to flaunt     Deutsche Übersetzung: “glänzen, prangen, sich auszeichnen”     Material: O.Ind. perf. süsaduḥ, participle süsadüna ‘sich auszeichnen, hervorragen”; Gk. perf. κέκασμαι, Plusqpf. ἐκεκάσμην …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”